αγώνισμα

αγώνισμα
το (Α ἀγώνισμα) [ἀγωνίζομαι]
1. συναγωνισμός, διαγωνισμός
2. αθλητικός αγώνας, άθλημα
αρχ.
1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη
2. κατόρθωμα, επίτευγμα
3. έπαθλο
4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια
5. ρητορικό γύμνασμα
6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται μια υπόθεση, η βάση
7. πληθ. τα ἀγωνίσματα
γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα
(για τους ιππείς) δεξιοτεχνήματα
8. φρ. «ἀγώνισμα ποιοῡμαί τι», θεωρώ κάτι μέλημά μου, έχω ως έργο μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγώνισμα — contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγώνισμα — το, ατος καθένα από τα διάφορα είδη των αθλητικών αγώνων: Σήμερα θα γίνουν τα αγωνίσματα δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… …   Dictionary of Greek

  • τἀγώνισμα — ἀγώνισμα , ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνισμ' — ἀγώνισμα , ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc sg ἀ̱γώνισμαι , ἀγωνίζομαι contend for a prize perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνισμάτων — ἀγώνισμα contest neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσμασι — ἀγώνισμα contest neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσμασιν — ἀγώνισμα contest neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσματα — ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”